- μεσόλαβον
- μεσόλαβον και μεσολάβιον, τό, και μεσόλαβος, ὁ (Α)μαθηματικό εργαλείο τού Ερατοσθένη το οποίο χρησίμευε για την εύρεση τών μέσων ανάλογων γραμμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο-* + -λαβος και -λαβον και -λαβιον (< θ. λαβ- τού λαμβάνω), πρβλ. τριχο-λάβιον, χειρο-λάβιον και εργο-λάβος].
Dictionary of Greek. 2013.